ανάρρους

ανάρρους
ο
1) встречное, обратное течение; 2) обратная волна; 3) верховье (реки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανάρρους" в других словарях:

  • ανάρρους — ο (Α ἀνάρρους, οος) ροή προς τα επάνω ή πίσω ή προς αντίθετη κατεύθυνση, αντίρρευμα, υποχώρηση των κυμάτων …   Dictionary of Greek

  • ανωρροθία — η Ναυτ. ο ανάρρους* …   Dictionary of Greek

  • μιξανάρρους — μιξανάρρους, ὁ (Μ) ρεύμα με εναλλασσόμενη φορά άλλοτε προς τα πάνω και άλλοτε προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀνάρρους] …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»